- εξαγρίωση
- η (AM ἐξαγρίωσις) [εξαγριώ]1. μεταβολή από ήμερη σε άγρια κατάσταση2. εξόργιση, ερεθισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξαγρίωση — η 1. η μεταβολή από την ήμερη κατάσταση στην άγρια, αποθηρίωση. 2. μτφ., εξοργισμός, εξόργιση, το δαιμόνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγρίεμα — το [αγριεύω] 1. άγρια έκφραση τού προσώπου, βλοσυρότητα 2. εξαγρίωση, οργή που φθάνει στα όρια τής μανίας 3. (με ενεργ. σημ.) άγρια συμπεριφορά, φοβέρα, εκφοβισμός 4. (με παθητ. σημ.) το αίσθημα φόβου που δοκιμάζει κανείς κάτω από ορισμένες… … Dictionary of Greek
αγρίωμα — το 1. τόπος άγριος και χέρσος, γεμάτος αγριόχορτο, κατάλληλος για βοσκή ζώων 2. εξαγρίωση, εξόργιση 3. εκφοβισμός, τρομοκράτηση, φόβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγριῶ. ΠΑΡ. αγριωμάδα, αγριωμάρα] … Dictionary of Greek
αναγρίευμα — και αναγρίεμα, το [αναγριεύω] ερεθισμός, παροξυσμός, εξαγρίωση … Dictionary of Greek
εξαγριωτικός — ή, ό αυτός που προκαλεί εξαγρίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξαγριώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1761 στον Ιώσηπο Μοισιόδακα] … Dictionary of Greek
αποθηρίωση — η εξαγρίωση, μανιακή οργή: Ο δικτάτορας είχε στιγμές θυμού που έφταναν την αποθηρίωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρένιασμα — το, ατος μανία, αλλοφροσύνη, εξαγρίωση, βούρλισμα, μάνιωμα, λύσσιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)